κηροί

κηροί
Μεγάλη ομάδα φυσικών ουσιών που αποτελείται από εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων με μονοσθενείς αλκοόλες μεγάλου μοριακού βάρους, των οποίων οι αλυσίδες είναι ευθείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, πρόκειται για μείγματα, τα οποία –εκτός από τους κηρώδεις εστέρες– περιέχουν υψηλού μοριακού βάρους οξέα, αλκοόλες, εστέρες, κετόνες, υδρογονάνθρακες, στερόλες και διεστέρες. Έχουν γενικά τη μορφή λιπαρών στερεών ουσιών αδιάλυτων στο νερό, διαλυτών στον αιθέρα και με θέρμανση στους βαρείς διαλύτες (φυτικό ρητινώδες ύδωρ)· το σημείο τήξης τους διαφέρει ανάλογα με τη σύστασή τους και είναι πολύ ανθεκτικοί στα χημικά αντιδραστήρια. Απαντούν άφθονοι στη φύση και διακρίνονται, ανάλογα με την προέλευσή τους, σε ζωικούς, φυτικούς και ορυκτούς. Οι ζωικοί κ. παράγονται από ειδικούς αδένες των ζώων και επιτελούν ποικίλες φυσιολογικές λειτουργίες. Από αυτούς, γνωστότερος είναι ο κ. των μελισσών, ο οποίος αποτελεί σημαντικό συστατικό πολλών καλλυντικών προϊόντων. Σημαντικές ποσότητές του χρησιμοποιούνται στην παραγωγή κεριών, ενώ αποτελεί καλό διαλύτη για άλλους κ. Από το μαλλί των προβάτων λαμβάνεται μία άλλη μορφή κ., η οποία έπειτα από διύλιση δίνει τη λανολίνη· αυτή χρησιμοποιείται ευρέως σε καλλυντικές και φαρμακευτικές κρέμες, λόγω της ικανότητάς της να ενυδατώνει το ξηρό δέρμα, πιθανώς εξαιτίας των μεγάλων ποσοτήτων στερολών και αλκοολών που περιέχει. Παλαιότερα, σημαντική εμπορική αξία είχε ο κ. που απομονωνόταν από το σπέρμα της φάλαινας, με σημαντικές εφαρμογές στη βιομηχανία καλλυντικών· έχει σταματήσει όμως να χρησιμοποιείται εμπορικά, λόγω του ότι η φάλαινα αποτελεί είδος προς εξαφάνιση. Οι φυτικοί κ. παράγονται από εκκρίσεις των φυτών και έχουν απομονωθεί από τα εξωτερικά στρώματα βακτηρίων, ριζών, βλαστών, καρπών και ανθών διαφόρων φυτών. Οι λειτουργίες τους είναι, γενικά, προστατευτικές· για παράδειγμα, η παραγωγή κ. στην επιφάνεια των φύλλων προστατεύει το φυτό από την ξηρασία και την απώλεια ύδατος κατά τη διαπνοή. Οι ορυκτοί κ. ή κ. του πετρελαίου παραλαμβάνονται από ορισμένα κλάσματα απόσταξης του πετρελαίου και σχηματίζονται από μείγματα γραμμικών ή διακλαδισμένων υδρογονανθράκων. Ανάλογη χημική σύσταση εμφανίζει ο οζοκηρίτης, ορυκτός κ. που περιέχεται στα κοιτάσματα πετρελαίων και λιθανθράκων, απ’ όπου εξάγεται η κηροζίνη, ουσία με φυτικές ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες του κεριού των μελισσών. Οι συνθετικοί κ., που παράγονται σήμερα, τείνουν να μιμηθούν τους φυτικούς κ., περισσότερο ως προς τις φυσικές τους ιδιότητες και όχι ως προς τη χημική τους σύσταση. Πολλοί από αυτούς έχουν αντικαταστήσει τους φυσικούς κ. σε διάφορες πρακτικές εφαρμογές. Οι κ. χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κεριών και λαμπάδων αλλά και σε μονωτικά σώματα διηλεκτρικά, βερνίκια, καλλυντικά, στη φαρμακευτική, ως στιλβωτικά κλπ. Σήμερα οι συνθετικοί κηροί χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κεριών και λαμπάδων (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηροί — κηρόομαι to be destroyed pres subj mp 2nd sg κηρόομαι to be destroyed pres ind mp 2nd sg κηρόομαι to be destroyed pres subj act 3rd sg κηρός bees wax masc nom/voc pl κηρόω wax over pres subj mp 2nd sg κηρόω wax over pres ind mp 2nd sg κηρόω wax… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”